περίκλειση — η / περίκλεισις, είσεως, ΝΑ [περικλείω] το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη … Dictionary of Greek
περίφραξη — η / περίφραξις, άξεως, ΝΜ [περιφράσσω] η κατασκευή φράχτη ολόγυρα, η περίκλειση με φράχτη … Dictionary of Greek
περικλειστικός — ή, όν, Α [περικλείω] ικανός ή επιτήδειος για περίκλειση, αυτός που μπορεί να περικλείσει, να περιλάβει κάτι («ὁ κύκλος περικλειστικὸς παντὸς πολυγώνου σχήματος», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek